διάνδιχα
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
Adv. = ἄνδιχα, two ways, διάνδιχα μερμηρίζειν = halt between two opinions, Il.1.189; σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε endowed thee by halves, 9.37; in tmesi, διὰ δ' ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Hes.Op.13; διὰ δ' ἄνδιχα ἔαξα broke it in twain, Theoc.25.256, cf. A.R.2.1109; once in Trag., διάνδιχα κλῇθρα κλίνεται E.HF1029 (lyr.); also διάνδιχα νηὸς ἰούσης, perhaps with sails and oars, A.R.1.934.
Spanish (DGE)
(διάνδῐχᾰ)
adv. de manera dividida, de dos maneras, en dos partes δ. μερμήριξεν dudaba entre dos decisiones, Il.1.189, 8.167, 13.455, σοὶ δὲ δ. δῶκε Κρόνου πάϊς el hijo de Crono te dio dos tipos de dones, Il.9.37, κοῦραι ... δ. εἶδος ἔχουσαι Cleobul.2, δ. κλῇθρα κλίνεται la cerradura se mueve en dos sentidos E.HF 1029, νῆα δ. ἔαξε quebró en dos la nave A.R.2.1109, cf. Theoc.25.256, δ. νηὸς ἰούσης avanzando la nave de dos maneras (a remo y a vela), A.R.1.934, δ. ναιετάοντες los que habitan en lugares alejados A.R.3.991, τοὶ μέν ῥα δ. νηυσὶν ἔκελσαν y ellos entonces en sus naves tomaron rumbos distintos A.R.4.453, εἰσορόωντι δ. ... δοιά AP 6.332 (Hadr.).
German (Pape)
[Seite 592] zwiefach (διά, ἀνά, δίχα); Hom. viermal: διάνδιχα μερμήριξεν Versende Iliad. 1, 189. 8, 167. 13, 455, er schwankte zwischen zwei Entschlüssen; Iliad. 9, 37 σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω· σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων, ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, er gab dir von zwei Dingen eines. Vgl. δίχα und ἄνδιχα. – Folgende: διάνδιχα κλῇθρα κλίνεται δόμων Eur. Herc. Fur. 1029; νῆα διάνδιχ' ἔαξε Ap. Rh. 2, 1109. Auch in tmesi, διὰ δ' ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Hes. O. 13; vgl. διὰ δ' ἀμπερές, Odyss. 21, 422.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en deux parties, en deux : διάνδιχα μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;
2 par moitié : σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε IL et il te donna l'une des deux choses.
Étymologie: διά, ἄνδιχα.
Russian (Dvoretsky)
διάνδῐχα: adv. пополам, надвое: οἱ ἦτορ δ. μερμήριξεν Hom. он заколебался между двумя решениями; δ. θυμὸν ἔχειν Hes. различаться душевными свойствами; δ. κλῇθρα κλίνεται Eur. ворота (широко) распахиваются; δ. κεφαλὴν ἆξαι Theocr. рассечь голову пополам; δ. δοῦναί τινι Hom., из двух вещей дать кому-л. (лишь) одну.
Greek (Liddell-Scott)
διάνδῐχα: ἐπίρρ., ὡς τὸ ἄνδιχα, κατὰ δύο τρόπους, διάνδιχα μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. ἔαξα, ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.
English (Autenrieth)
(δίχα): between two ways, in two ways; μερμηρίζειν, ‘between two resolves,’ foll, by ἤ, ἦ, Il. 13.455; σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε, ‘a divided gift’ (i. e. only one of two gifts), Il. 9.37.
Greek Monolingual
διάνδιχα (Α) άνδιχα
επίρρ.
1. κατά δύο τρόπους («διάνδιχα μερμήριξεν» — στάθηκε αναποφάσιστος, ταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αποφάσεις)
2. φρ. «διάνδιχα νηὸς ἰούσης» — ενώ προχωρούσε το πλοίο με πανιά και με κουπιά.
Greek Monotonic
διάνδῐχα: επίρρ., κατά δύο τρόπους· διάνδιχα μερμηρίζειν, διχάζομαι, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο απόψεις, διχογνωμώ, σε Ομήρ. Ιλ.· διάνδιχα δῶκε, έδωσε ένα από δύο πράγματα, στον ίδ.· δ. ἔαξα, το έσπασα στα δύο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
adverb
two ways, διάνδιχα μερμηρίζειν to halt between two opinions, Il.; διάνδιχα δῶκε gave one of two things, Il.; δ. ἔαξα broke it in twain, Theocr.