3,277,119
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διατρῐβή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρόπος]] κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιμελής]] [[ασχολία]], [[μελέτη]], [[σπουδή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρόπος]] ζωής, [[τρόπος]] με τον οποίο περνά [[κανείς]] το χρόνο του, βίου, <i>δ. ἐν ἀγορᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[χάσιμο]] χρόνου, [[καθυστέρηση]], [[χρονοτριβή]], σε Ευρ.· στον πληθ., σε Θουκ. | |lsmtext='''διατρῐβή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρόπος]] κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιμελής]] [[ασχολία]], [[μελέτη]], [[σπουδή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρόπος]] ζωής, [[τρόπος]] με τον οποίο περνά [[κανείς]] το χρόνο του, βίου, <i>δ. ἐν ἀγορᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[χάσιμο]] χρόνου, [[καθυστέρηση]], [[χρονοτριβή]], σε Ευρ.· στον πληθ., σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατρῐβή:''' ἡ<b class="num">1)</b> (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержка: διατριβῆς γιγνομένης Thuc. так как произошла задержка; μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. не терять времени; διατριβὴν ἔχειν Plut., Luc. требовать (длительного) времени;<br /><b class="num">2)</b> времяпрепровождение, занятие: διατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. проводить время в чем-л.; δ. περί τι Plat., ἐπί τινι Arph., Arst., πρός τι Aeschin. и ἔν τινι Arst. занятие чем-л.; ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. заниматься неизвестными делами;<br /><b class="num">3)</b> образ жизни ([[δουλοπρεπής]] Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὶ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὶ καὶ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> беседа (διατριβὰς μετ᾽ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.): τίς [[οὖν]] δὴ ἦν ἡ δ.; Plat. о чем же это шла беседа?;<br /><b class="num">5)</b> развлечение, забава (διατριβὴν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.);<br /><b class="num">6)</b> место увеселений (διατριβαὶ καὶ λειμῶνες ἡδεῖς Plut.);<br /><b class="num">7)</b> обучение, школа (οἱ μετεσχηκότες τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isocr.). | |||
}} | }} |