Anonymous

διαξύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διαξύω]]) [[ξύω]]<br />[[αυλακώνω]] ή [[ρυτιδώνω]] [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατατεμαχίζω]], [[λειανίζω]].
|mltxt=(Α [[διαξύω]]) [[ξύω]]<br />[[αυλακώνω]] ή [[ρυτιδώνω]] [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατατεμαχίζω]], [[λειανίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαξύω:''' выскабливать, бороздить (τὰ περὶ τὸ [[πρόσωπον]] διεξυσμένα Arst.).
}}
}}