διαξύω

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαξύω Medium diacritics: διαξύω Low diacritics: διαξύω Capitals: ΔΙΑΞΥΩ
Transliteration A: diaxýō Transliteration B: diaxyō Transliteration C: diaksyo Beta Code: diacu/w

English (LSJ)

cut into wrinkles, τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα Arist.Phgn.808a18 and 35: generally, cut up, Ael.Fr.85.

Spanish (DGE)

1 raspar totalmente medic. τὸ στόμα τῶν μητρέων Hp.Nat.Mul.42
gener. rozar, arañar ἱππείους ... πόδας con la rueda del carro en la batalla, Nonn.D.37.357, ἄκρα κορύμβου de una flecha, Nonn.D.39.321, νῶτα ... γεφύρης en una inundación, Nonn.D.22.175, χιτῶνα de Afrodita al tejer de forma inexperta, Nonn.D.24.253.
2 grabar, trazar ἰνδάλματα Ael.Fr.85, en v. pas. τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα las estrías o arrugas de la cara Arist.Phgn.808a18
surcar ῥόον Nonn.D.24.111, 26.236, γαλήνην Nonn.D.39.258.
3 rayar, tachar, e.d. invalidar un documento Hsch.s.u. διαγράφειν, AB 238.26, Lex.Rhet.Cant.13.3, EM 267.23G., Sud.s.u. διασμύχων prob. por confusión con διασμήχων, v. Hsch.

German (Pape)

[Seite 593] abschaben, τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα, Arist. physiogn. 3 (808, 18); durch Schaben, Abreiben austilgen, bei VLL. Erkl. von διαγράφω.

Russian (Dvoretsky)

διαξύω: выскабливать, бороздить (τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαξύω: μέλλ. -ύσω, ῥυτιδῶ, αὐλακίζω, τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 10, πρβλ. 3, 17· διασπαράττω, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

διαξύω) ξύω
αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια
αρχ.
κατατεμαχίζω, λειανίζω.