Anonymous

δίειμι: Difference between revisions

From LSJ
1,091 bytes added ,  31 December 2018
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίειμι:''' χρησιμ. ως μέλ. του [[διέρχομαι]], παρατ. [[διῄειν]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγαίνω]] εδώ και [[εκεί]], περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρνώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για [[φήμη]], εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., περνώ, [[διέρχομαι]] [[κάτι]], [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[συζητώ]], [[αναλύω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δίειμι:''' χρησιμ. ως μέλ. του [[διέρχομαι]], παρατ. [[διῄειν]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγαίνω]] εδώ και [[εκεί]], περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρνώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για [[φήμη]], εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., περνώ, [[διέρχομαι]] [[κάτι]], [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[συζητώ]], [[αναλύω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίειμι:''' <b class="num">I</b> [[εἰμί]] продолжать пребывать: [[διέσει]] - v. l. διοίσει - σκοπούμενος Xen. ты постоянно будешь рассматривать.<br /><b class="num">II</b> [[εἶμι]] (fut. [[διείσομαι]], ppf. в знач. impf. [[διῄειν]])<br /><b class="num">1)</b> пройти (διὰ πύργων μέσων Thuc.): [[ἐᾶν]] [[διϊέναι]] τινά Thuc. дать пройти кому-л., пропустить кого-л.; δ. τὸν ἀέρα Arph. пронестись по воздуху;<br /><b class="num">2)</b> разойтись, распространиться: [[ὥστε]] [[λόγος]] διῄει Plut. по слухам;<br /><b class="num">3)</b> обстоятельно рассказать (πάντα Plat.; τὸν μυθώδη [[πρότερον]] Plut.): [[δίειμι]] τῷ λόγῳ ὡς ἄν μοι δοκῇ ἔχειν Plat. я изложу (вопрос) так, как он мне представляется.
}}
}}