Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίειμι: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]].
|lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14· ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392· [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly