Anonymous

δικαίωμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκαίωμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[ενέργεια]] μέσω της οποίας επανορθώνεται το άδικο, [[κρίση]], [[τιμωρία]], [[ποινή]], [[ζημία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αξίωση]], [[απαίτηση]], σε Θουκ.· [[δικαίωση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[διαταγή]], [[απόφαση]], [[διάταγμα]], [[θέσπισμα]], στο ίδ.
|lsmtext='''δῐκαίωμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[ενέργεια]] μέσω της οποίας επανορθώνεται το άδικο, [[κρίση]], [[τιμωρία]], [[ποινή]], [[ζημία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αξίωση]], [[απαίτηση]], σε Θουκ.· [[δικαίωση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[διαταγή]], [[απόφαση]], [[διάταγμα]], [[θέσπισμα]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαίωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> (законное) требование, притязание, претензия, тж. жалоба Thuc., Isocr., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> наказание, кара (τῶν ἄλλων δικαιωμάτων ἀφιέναι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> справедливый поступок (δ. τὸ [[ἐπανόρθωμα]] τοῦ ἀδικήματος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> предписание, заповедь (τοῦ θεοῦ NT);<br /><b class="num">5)</b> оправдание (ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων NT).
}}
}}