Anonymous

δισσός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δισσός:''' Αττ. [[διττός]], Ιων. [[διξός]], -ή, -όν ([[δίς]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[δύο]] ειδών, [[διπλός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[δύο]], στον ίδ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[διπλός]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]], αμφιλεγόμενος, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''δισσός:''' Αττ. [[διττός]], Ιων. [[διξός]], -ή, -όν ([[δίς]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[δύο]] ειδών, [[διπλός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[δύο]], στον ίδ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[διπλός]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]], αμφιλεγόμενος, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δισσός:''' атт. [[διττός]], ион. [[διξός]] 3<br /><b class="num">1)</b> двойной ([[θήρα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> dual. и pl. два, двое, оба (στοιχείοις διττοῖς ναίειν Batr.; διξὰ [[θυρώματα]] Her.; δισσὼ στρατηγώ Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> двоякий, двойственный (τῷ ποιῷ καὶ τῷ ποσῷ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> двусмысленный (φάσματα δυσσῶν ὀνείρων Soph.; χρησμοί Luc.).
}}
}}