Anonymous

δράμημα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δράμημα:''' ή [[δρόμημα]], -ατος, τό ([[δραμεῖν]]), [[τρέξιμο]] διαδρομής, [[δρόμος]], [[αγώνας]] δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
|lsmtext='''δράμημα:''' ή [[δρόμημα]], -ατος, τό ([[δραμεῖν]]), [[τρέξιμο]] διαδρομής, [[δρόμος]], [[αγώνας]] δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''δράμημα:''' άτος (ρᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> бег: δ. παλίσσυτον Soph. побег, бегство (досл. бег назад);<br /><b class="num">2)</b> сообщение гонца: τὸ δ. [[Περσικόν]] Aesch. срочное донесение из персидской армии; τὸ δ. τῶν ἵππων Her. конная почта;<br /><b class="num">3)</b> состязание в беге, пробег ([[δῶρον]] ἄξιον δραμήματος Eur.).
}}
}}