δράμημα

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράμημα Medium diacritics: δράμημα Low diacritics: δράμημα Capitals: ΔΡΑΜΗΜΑ
Transliteration A: drámēma Transliteration B: dramēma Transliteration C: dramima Beta Code: dra/mhma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, to/ (cf. EM316.50), running, course, Hdt.8.98, A.Pers.247 (anap.), S.OT193 (lyr.), Ichn.74, Ion Trag.1, E.Ba.872 (lyr.), al.; κυμάτων δ. Id.Tr.693 (pl.): the later form δρόμημα is found in codd. of Id.Med.1180, al., cf. APl.5.385 (pl.), Ar.Byz.Epit. 73.14.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gener. carrera παλίσσυτον δ. S.OT 193, δ. κυνῶν E.Ba.872, cf. Ph.1379
modo de correr δ. Περσικόν A.Pers.247
2 esp. correo de posta persa δ. τῶν ἵππων Hdt.8.98
carrera como competición de velocidad δῶρον ἄξιον δραμήματος Io Trag.1
de los astros carrera, curso δραμήματα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει E.Or.1005
en el mar corriente κυμάτων δραμήματα E.Tr.693. Frec. confundido c. δρόμημα q.u.

German (Pape)

[Seite 665] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
course.
Étymologie: δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

δράμημα: άτος (ρᾰ) τό
1 бег: δ. παλίσσυτον Soph. побег, бегство (досл. бег назад);
2 сообщение гонца: τὸ δ. Περσικόν Aesch. срочное донесение из персидской армии; τὸ δ. τῶν ἵππων Her. конная почта;
3 состязание в беге, пробег (δῶρον ἄξιον δραμήματος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δράμημα: ἢ δρόμημα, τό, τρέξιμον, δρόμος, ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ δεύτερος ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν δρόμημα πανταχοῦ, ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ.

Greek Monolingual

το
βλ. δρόμημα.

Greek Monotonic

δράμημα: ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.

Middle Liddell

n n δραμεῖν
a running, course, a race, Hdt., Trag.

English (Woodhouse)

run, running

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)