Anonymous

δύναμις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύνᾰμις:''' [ῠ], ἡ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>, Ιων. δοτ. <i>δυνάμι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]], [[ρώμη]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], γενικά, [[δύναμη]], [[δυνατότητα]], [[ικανότητα]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ.· <i>παρὰ δύναμιν</i>, πέρα από τις δυνάμεις κάποιου, σε Θουκ.· [[ὑπὲρ]] δ., σε Δημ.· <i>κατὰ δ</i>., ως το [[σημείο]] που μπορεί [[κάποιος]], Λατ. [[pro]] virili, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξουσία]], εξωτερική [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[βαρύτητα]], [[αξίωμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]] για τον πόλεμο, στρατιωτικές δυνάμεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[ποσότητα]], Λατ. [[vis]], <i>χρημάτων δ</i>., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύναμη]], [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]], <i>αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για τα φυτά κ.λπ., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[νόημα]], [[σημαινόμενο]] ή [[σημασία]] μιας λέξης, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αξία ή [[αντίτιμο]], [[κόστος]] των χρημάτων, σε Θουκ.
|lsmtext='''δύνᾰμις:''' [ῠ], ἡ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>, Ιων. δοτ. <i>δυνάμι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]], [[ρώμη]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], γενικά, [[δύναμη]], [[δυνατότητα]], [[ικανότητα]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ.· <i>παρὰ δύναμιν</i>, πέρα από τις δυνάμεις κάποιου, σε Θουκ.· [[ὑπὲρ]] δ., σε Δημ.· <i>κατὰ δ</i>., ως το [[σημείο]] που μπορεί [[κάποιος]], Λατ. [[pro]] virili, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξουσία]], εξωτερική [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[βαρύτητα]], [[αξίωμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]] για τον πόλεμο, στρατιωτικές δυνάμεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[ποσότητα]], Λατ. [[vis]], <i>χρημάτων δ</i>., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύναμη]], [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]], <i>αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για τα φυτά κ.λπ., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[νόημα]], [[σημαινόμενο]] ή [[σημασία]] μιας λέξης, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αξία ή [[αντίτιμο]], [[κόστος]] των χρημάτων, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύνᾰμις:''' εως, ион. ιος (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> сила, мощь (αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικὴ δ. Polyb.; ἡ τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.): ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμὴ δ. καὶ χεῖρες ἕπονται Hom. насколько хватит (моих) сил; ὁ [[νόμος]] ἀναγκαστικὴν [[ἔχει]] δύναμιν Arst. закон имеет принудительную силу; ἡ τῶν λόγων δ. Arst. и τῶν λεγόντων δ. Dem. сила красноречия;<br /><b class="num">2)</b> могущество, власть ([[θεῶν]] Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.): δυνάμει προύχοντες Thuc. превосходящие по силам; ἡγεμονικὴ δ. Polyb. авторитет полководца;<br /><b class="num">3)</b> способность, возможность (τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.): κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. по (в меру) возможности, насколько возможно; παρὰ δύναμιν Thuc. и [[ὑπὲρ]] δύναμιν Dem. сверх возможного;<br /><b class="num">4)</b> свойство (τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς αἱ δυνάμεις Xen.): ἡ τῆς γῆς δ. Xen. плодородие почвы;<br /><b class="num">5)</b> филос. возможность, потенция: τὸ δυνάμει (или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ (или ἐνεργείᾳ) μὴ ὄν Arst. существующее потенциально, но не в действительности;<br /><b class="num">6)</b> вооруженные силы, войска (δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ [[καί]] [[ναυτική]] Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> ценность, стоимость (χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.);<br /><b class="num">8)</b> значение, смысл (ὀνομάτων Plat., Lys.; τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες [[τίνα]] δύναμιν [[ἔχει]] [[τοῦτο]] Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> средство, снадобье (τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι [[πολιάς]] Diod.; κόκκοι τινὲς καὶ δυνάμεις ἄλλαι Plut.);<br /><b class="num">10)</b> мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.;<br /><b class="num">11)</b> мат. сторона квадрата Plat.
}}
}}