Anonymous

δυσαής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει με [[σφοδρότητα]], [[θυελλώδης]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. [[δυσ-]]αήων αντί <i>-αέων</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''δυσᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει με [[σφοδρότητα]], [[θυελλώδης]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. [[δυσ-]]αήων αντί <i>-αέων</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσᾱής:''' (эп. gen. δυσαέος) дующий навстречу, встречный, противный, неблагоприятный ([[ἄνεμος]] Hom.; [[κῦμα]] Anth.).
}}
}}