Anonymous

δυσαής: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πνέει [[δυνατά]], [[θυελλώδης]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]], [[έντονος]] («[[δυσαής]] [[κρυμός]]» — τσουχτερό [[κρύο]])<br /><b>3.</b> αυτός που αποπνέει [[δυσοσμία]].
|mltxt=[[δυσαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πνέει [[δυνατά]], [[θυελλώδης]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]], [[έντονος]] («[[δυσαής]] [[κρυμός]]» — τσουχτερό [[κρύο]])<br /><b>3.</b> αυτός που αποπνέει [[δυσοσμία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει με [[σφοδρότητα]], [[θυελλώδης]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. [[δυσ-]]αήων αντί <i>-αέων</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}