Anonymous

δυνατός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠνᾰτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21˙ [[ἰσχυρός]], [[ἀκμαῖος]], ἰδίως κατὰ τὸ [[σῶμα]], τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31˙ [[σῶμα]] δ. [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23˙ χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91˙ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.˙ δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11˙ λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.˙ ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522˙- οὕτω και, δ. κατά τι, [[πρός]] τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, [[ἰσχυρός]], ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53˙ οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[εὔπορος]], οὐχὶ [[πένης]], ἀντίθ. [[ἀδύνατος]], Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, [[εὔφορος]], [[χώρα]] Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· [[οὕτως]], ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· [[ὡσαύτως]], ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. [[μάλιστα]], καθ’ ὅσον [[μάλιστα]] δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D.
|lstext='''δῠνᾰτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21· [[ἰσχυρός]], [[ἀκμαῖος]], ἰδίως κατὰ τὸ [[σῶμα]], τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31· [[σῶμα]] δ. [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23· χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91· τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.· δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11· λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.· ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522·- οὕτω και, δ. κατά τι, [[πρός]] τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, [[ἰσχυρός]], ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53· οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[εὔπορος]], οὐχὶ [[πένης]], ἀντίθ. [[ἀδύνατος]], Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, [[εὔφορος]], [[χώρα]] Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· [[οὕτως]], ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· [[ὡσαύτως]], ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. [[μάλιστα]], καθ’ ὅσον [[μάλιστα]] δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly