Anonymous

δυσνόητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσνόητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται δύσκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εννοεί [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσνόητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται δύσκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εννοεί [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσνόητος:''' трудный для понимания, неудобопонятный ([[χρησμός]] Luc.; [[λόγος]] Diog. L.).
}}
}}