Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσχρηστία: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[δυσχρηστία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] του δύσχρηστου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαταλληλότητα]], [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[δυσχέρεια]], δύσκολες περιστάσεις<br /><b>3.</b> [[δυσκολία]] στη [[λήψη]] δανείων.
|mltxt=η (Α [[δυσχρηστία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] του δύσχρηστου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαταλληλότητα]], [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[δυσχέρεια]], δύσκολες περιστάσεις<br /><b>3.</b> [[δυσκολία]] στη [[λήψη]] δανείων.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχρηστία:''' ἡ<b class="num">1)</b> трудность, затруднение, неудобство, помеха: τοῦ τόπου πολλαὶ δυσχρηστίαι Polyb. сильно пересеченная местность;<br /><b class="num">2)</b> недостаток, порок, недуг ([[ἴαμα]] τῆς δυσχρηστίας ἐκείνης Plut.);<br /><b class="num">3)</b> беспокойство, тревога (πολλὴν δυσχρηστίαν παρέχειν τινί Polyb.).
}}
}}