Anonymous

ἑάφθη: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑάφθη:''' πιθ. Επικ. αντί <i>ἥφθη</i>, Παθ. αόρ. αʹ του [[ἅπτω]]· ἐπ' [[αὐτῷ]] ἀσπὶς [[ἑάφθη]] η [[ασπίδα]] επιρρίφθηκε πάνω του ή προσκολλήθηκε πάνω του, δηλ. έπεσαν μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑάφθη:''' πιθ. Επικ. αντί <i>ἥφθη</i>, Παθ. αόρ. αʹ του [[ἅπτω]]· ἐπ' [[αὐτῷ]] ἀσπὶς [[ἑάφθη]] η [[ασπίδα]] επιρρίφθηκε πάνω του ή προσκολλήθηκε πάνω του, δηλ. έπεσαν μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑάφθη:''' и [[ἐάφθη]] [3 л. sing. aor. pass., предполож. к [[ἅπτω]] I или к [[ἕπομαι]] навалился, упал (на кого или что-л.) (ἐπ᾽ [[αὐτῷ]] ἀσπὶς [[ἐάφθη]] Hom.).
}}
}}