Anonymous

ἐγκύρω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκύρω:''' [ῡ], μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i>· [[συναντώ]], [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναπαντώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐγκύρω:''' [ῡ], μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i>· [[συναντώ]], [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναπαντώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκύρω:''' (ῠ) (aor. [[ἐνέκυρσα]]) встречаться, сталкиваться, натыкаться (φάλαγξιν Hom.; στρατῷ Her.): ἐγκύρσας ἄτῃσιν Hes. попав в беду: τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι Soph. запутаться в сбруе - см. тж. [[ἐγκυρέω]].
}}
}}