Anonymous

ἐγκύρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκύρω]] και ἐγκυρῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]], [[φθάνω]].
|mltxt=[[ἐγκύρω]] και ἐγκυρῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]], [[φθάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκύρω:''' [ῡ], μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i>· [[συναντώ]], [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναπαντώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
}}