Anonymous

διωθέω: Difference between revisions

From LSJ
1,449 bytes added ,  31 December 2018
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[χωριστά]], [[αποκόπτω]], [[διαμελίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπερνώ]], [[τρυπώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μακριά]] για τον εαυτό μου, [[ορμώ]] διαμέσου, [[προκαλώ]] [[ρήγμα]], με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απωθώ]], [[αποκρούω]], λέγεται για ναύτες που εμποδίζουν τα πλοία να συγκρουστούν, σε Θουκ.· [[διώχνω]], [[αποκρούω]], [[απωθώ]], σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., απαλλάσσομαι από τον κίνδυνο, απομακρύνομαι από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[απορρίπτω]], Λατ. respuere, στον ίδ., σε Θουκ.· απόλ., [[αρνούμαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[χωριστά]], [[αποκόπτω]], [[διαμελίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπερνώ]], [[τρυπώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μακριά]] για τον εαυτό μου, [[ορμώ]] διαμέσου, [[προκαλώ]] [[ρήγμα]], με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απωθώ]], [[αποκρούω]], λέγεται για ναύτες που εμποδίζουν τα πλοία να συγκρουστούν, σε Θουκ.· [[διώχνω]], [[αποκρούω]], [[απωθώ]], σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., απαλλάσσομαι από τον κίνδυνο, απομακρύνομαι από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[απορρίπτω]], Λατ. respuere, στον ίδ., σε Θουκ.· απόλ., [[αρνούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διωθέω:''' (fut. διώσω - med. διώσομαι и διωθήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> разрывать, разбивать, разрушать, разметать (κρημνὸν ἅπαντα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разгонять (διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> втыкать, вгонять, вонзать (τὰς σαρίσσας διά τινος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> пробивать, пронзать (τὰς διεξόδους Plat.; τὸ [[στέρνον]] Plut.); med. пробиваться, прорываться: δ. τι Her., Xen., Polyb. прокладывать себе путь через что-л.;<br /><b class="num">5)</b> med. давать отпор, отгонять, отражать (στρατόν Aesch., Her., τὰς τύχας Eur.);<br /><b class="num">6)</b> med. отталкиваться друг от друга (τοῖς κόντοις Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> med. отвергать, отклонять (τὴν εὔνοιαν Her.; τὴν ἐπικουρίαν Arst.; δωρεὰς μεγάλας Plut.);<br /><b class="num">8)</b> med. досл. вырываться, перен. освобождаться, ускользать от беды (χρήμασι Her.): διώσασθαι τὸ [[πῦρ]] Plut. спастись от огня.
}}
}}