Anonymous

ἐγκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συνυπολογίζω]] ή [[υπολογίζω]] [[ανάμεσα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραδέχομαι]], [[εγκρίνω]] τον εκλεγμένο, <i>εἰς τὴν γερουσίαν</i>, σε Δημ.· γενικά, [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐγκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συνυπολογίζω]] ή [[υπολογίζω]] [[ανάμεσα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραδέχομαι]], [[εγκρίνω]] τον εκλεγμένο, <i>εἰς τὴν γερουσίαν</i>, σε Δημ.· γενικά, [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκρίνω:''' (ῑ) (fut. ἐγκρῐνῶ)<br /><b class="num">1)</b> выбирать, избирать (ἐγκριθῆναι εἰς τὴν γερουσίαν Dem. и εἰς τοὺς τριακοσίους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> считать, признавать (τινὰ ἄνδρ᾽ [[ἄριστον]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> считать годным, допускать (τινὰ εἰς τὴν αἵρεσιν Plat.): ἐγκριθῆναι τὸ [[στάδιον]] ἐν Ὀλυμπίᾳ Xen. быть допущенным к участию в Олимпийских состязаниях;<br /><b class="num">4)</b> относить, причислять (τινὰ εἰς ἀριθμόν τινα и τινὰ ἐν τοῖς [[ἱκανῶς]] φιλοσόφοις Plat.).
}}
}}