Anonymous

δυσχεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσχεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδυσχέρᾱνα</i> ([[δυσχερής]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δεν [[μπορώ]] να αντέξω [[κάτι]], δυσαρεστούμαι, [[αηδιάζω]], Λατ. [[aegre]] ferre, με αιτ., σε Πλάτ.· με αιτ. και μτχ., ενοχλούμαι με αυτό που κάνει [[κάποιος]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[νιώθω]] [[ενόχληση]], πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι, <i>τινός</i>, για ή εξαιτίας ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]], σε Δημ. — Παθ., είμαι [[μισητός]], μισούμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., δεν [[καταδέχομαι]], δεν [[θέλω]] να κάνω [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[προκαλώ]] εκνευρισμό, [[εξοργίζω]], [[δυσαρεστώ]], <i>ῥήματα τέρψαντα ἢ δυσχεράναντ'</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> <i>δ. ἐν τοῖς λόγοις</i>, [[φέρνω]] δυσκολίες στη [[συζήτηση]], είμαι ύπουλος, [[δύστροπος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσχεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδυσχέρᾱνα</i> ([[δυσχερής]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δεν [[μπορώ]] να αντέξω [[κάτι]], δυσαρεστούμαι, [[αηδιάζω]], Λατ. [[aegre]] ferre, με αιτ., σε Πλάτ.· με αιτ. και μτχ., ενοχλούμαι με αυτό που κάνει [[κάποιος]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[νιώθω]] [[ενόχληση]], πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι, <i>τινός</i>, για ή εξαιτίας ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]], σε Δημ. — Παθ., είμαι [[μισητός]], μισούμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., δεν [[καταδέχομαι]], δεν [[θέλω]] να κάνω [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[προκαλώ]] εκνευρισμό, [[εξοργίζω]], [[δυσαρεστώ]], <i>ῥήματα τέρψαντα ἢ δυσχεράναντ'</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> <i>δ. ἐν τοῖς λόγοις</i>, [[φέρνω]] δυσκολίες στη [[συζήτηση]], είμαι ύπουλος, [[δύστροπος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχεραίνω:''' (fut. δυσχερανῶ)<br /><b class="num">1)</b> быть недовольным, не любить, чувствовать раздражение или отвращение, возмущаться, не переносить, бояться (τι Isocr., Plat., Dem., Plut. и τινά Arst., τινί Arst., Dem., ἐπί τινι Isocr., Polyb., τινός и περί τι Plat., [[κατά]] τινος Luc. и πρός τι Plut.): δυσχειρανόμενος [[ὑπό]] τινος Plut. ненавистный кому-л.; ἄ πάντα καθορῶν ἐδυσχέρανα Plat. все, что я видел, вызывало во мне досаду; πάσας δ. τὰς οἰκήσεις Isocr. везде чувствовать себя плохо; δυσχεραίνει τῶν λεχθέντων Plat. ему не нравятся эти слова; τὸν θάνατον δ. Arst. бояться смерти;<br /><b class="num">2)</b> отвергать, отклонять (θεούς Plat.; [[ταῦτα]] Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> привередничать, придираться (ἐν τοῖς λόγοις Plat.);<br /><b class="num">4)</b> причинять досаду, доставлять неприятности (ῥήματα δυσχεράναντα Soph.).
}}
}}