Anonymous

εἰσδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσδέχομαι:''' Ιων. ἐσ-[[δέκομαι]], μέλ. -[[δέξομαι]], αποθ., [[δέχομαι]] μέσα, [[επιτρέπω]] την είσοδο, ἐςτὸ [[ἱρόν]], σε Ηρόδ.· με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., <i>ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα</i>, [[υποδέχομαι]] κάποιον σε [[σπηλιά]], σε [[σπήλαιο]], στον ίδ.· <i>εἰσδ. τινα ὑπόστεγον</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''εἰσδέχομαι:''' Ιων. ἐσ-[[δέκομαι]], μέλ. -[[δέξομαι]], αποθ., [[δέχομαι]] μέσα, [[επιτρέπω]] την είσοδο, ἐςτὸ [[ἱρόν]], σε Ηρόδ.· με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., <i>ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα</i>, [[υποδέχομαι]] κάποιον σε [[σπηλιά]], σε [[σπήλαιο]], στον ίδ.· <i>εἰσδ. τινα ὑπόστεγον</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσδέχομαι:''' староатт. [[ἐσδέχομαι]], ион. [[ἐσδέκομαι]]<br /><b class="num">1)</b> принимать, впускать, допускать (μηδαμοὺς ἐς τὸ [[ἱρόν]] Her.; τι οἶκον и τινα ἄντροις Eur.; τινα τειχέων Eur. и τοὺς φυγάδας Arst.; τῆς γῆς Soph.): εἰ. τινα ὑπόστεγον Soph. принять кого-л. под свой кров;<br /><b class="num">2)</b> воспринимать, усваивать (εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Plat.; τὸν λόγον δι᾽ [[ὤτων]] Plut.).
}}
}}