Anonymous

εἰρέαται: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰρέαται:''' Ιων. αντί <i>εἴρηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἐρῶ]].
|lsmtext='''εἰρέαται:''' Ιων. αντί <i>εἴρηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἐρῶ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρέαται:''' Her. (= εἴρηνται) 3 л. pl. pf. pass. к [[εἴρω]] II.
}}
}}