Anonymous

ἔκδοτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδοτος:''' -ον ([[ἐκδίδωμι]]), αυτός που παραδίδεται, που δίνεται, που εκχωρείται, σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ἔκδοτος:''' -ον ([[ἐκδίδωμι]]), αυτός που παραδίδεται, που δίνεται, που εκχωρείται, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκδοτος:''' выданный (ἔς τινα Her. и τινι Isocr.): τινὰ ἔκδοτον ποιεῖν Her. или [[διδόναι]] Diod. выдавать кого-л.; ἔκδοτον [[γενέσθαι]] Eur. быть выданным (на казнь); ἑαυτὸν ἔκδοτον παρέχειν Luc. отдать себя в (чье-л.) распоряжение.
}}
}}