Anonymous

ἐκκρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκρεμάννῡμι:''' μέλ. <i>-κρεμάσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]]· <i>τι ἔκ τινος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., προσκολλώμαι από ή σε, με γεν., σε Θουκ.· μεταφ., είμαι αφοσιωμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκκρεμάννῡμι:''' μέλ. <i>-κρεμάσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]]· <i>τι ἔκ τινος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., προσκολλώμαι από ή σε, με γεν., σε Θουκ.· μεταφ., είμαι αφοσιωμένος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρεμάννῡμι:''' (fut. ἐκκρεμάσω)<br /><b class="num">1)</b> привешивать (τι ἐκ τοῦ λάρυγγος Arph.; λίθον τοῦ ποδός Anth.);<br /><b class="num">2)</b> ставить в зависимость, связывать (ἐλπίδας εἴς τι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> med. хвататься, цепляться (τῶν ἀπιόντων Thuc.; τῶν πηδαλίων Luc.; τοῦ φορείου Plut.): [[Ἄρεος]] ἐκκρεμάννυσθαι Eur. быть преданным Арею, т. е. быть воинственным.
}}
}}