Anonymous

ἐκλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διώχνω]] με κλωτσιές, [[κλοτσώ]] προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διώχνω]] με κλωτσιές, [[κλοτσώ]] προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλακτίζω:''' <b class="num">1)</b> (о ногах) выбрасывать вверх ([[σκέλος]] οὐράνιον Arph.);<br /><b class="num">2)</b> убегать, удирать (τινί Men.).
}}
}}