ἐκλακτίζω

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλακτίζω Medium diacritics: ἐκλακτίζω Low diacritics: εκλακτίζω Capitals: ΕΚΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: eklaktízō Transliteration B: eklaktizō Transliteration C: eklaktizo Beta Code: e)klakti/zw

English (LSJ)

A kick out, fling out behind, σκέλος οὐράνιον Ar.V.1492; τὸ Φρυνίχειον ἐ. ib.1525: abs., Eup.411, Hp.Art.82.
2 metaph., escape, run away, Men.16; also εἰς κραιπάλην Procop.Pers.1.24.

Spanish (DGE)

I 1intr., de pers. dar patadas al aire, como parte de un baile τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις que cada dé patadas al modo de Frínico Ar.V.1525, cf. Eup.447
c. ac. int. σκέλος οὐράνιον <γ'> ἐκλακτίζων Ar.V.1492, como recurso para reducir una dislocación de rodilla ἐκ τοῦ συγκεκάμφθαι ἢ ἐκλακτίσαι ὀξέως por medio de flexiones y estiramientos rápidos Hp.Art.82
como movimiento involuntario en las convulsiones de fiebre, Hp.Coac.108.
2 tr., de anim. dar coces, cocear ἐκλακτίζων τὸν δεσμὸν τῆς φυγῆς Ach.Tat.1.12.6.
II fig.
1 huir ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός Men.Fr.20.
2 correr sin freno hacia, degenerar en εἰς τυραννικὴν δυναστείαν ἐκλακτίσαν de la raza hesiódica de bronce, Plu.Fr.30, ἐς κραιπάλην τινὰ ἐκλελάκτικεν Procop.Pers.1.24.14.

German (Pape)

[Seite 766] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; σκέλος Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Übertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.

French (Bailly abrégé)

1 agiter les jambes convulsivement comme pour ruer;
2 p. ext. lancer sa jambe (en avant, en l'air, etc.).
Étymologie: ἐκ, λακτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλακτίζω:
1 (о ногах), выбрасывать вверх (σκέλος οὐράνιον Arph.);
2 убегать, удирать (τινί Men.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλακτίζω: λακτίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις αὐτόθι 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., φεύγω, ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) λακτίζω, «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) ἀπολακτίζω, Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας.

Greek Monolingual

(AM ἐκλακτίζω)
1. διώχνω με κλωτσιές
2. (για εξουσία) αποτινάσσω, καταρρίπτω με τη βία
3. (για περιουσία) εξανεμίζω, κατασπαταλώ
μσν.
τρέπομαι σε φυγή με διασκελισμό, λακίζω
αρχ.
1. (για χορό κωμωδίας) κλοτσώ προς τα πίσω
2. λακίζω, φεύγω κρυφά, εγκαταλείπω κάποιον με δόλιο τρόπο.

Greek Monotonic

ἐκλακτίζω: μέλ. -σω, διώχνω με κλωτσιές, κλοτσώ προς τα πίσω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to kick out, fling out behind, Ar.