Anonymous

ἐκμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξετρελαίνω]], [[οδηγώ]] κάποιον στην [[τρέλα]], σε Ευρ., Θεόκρ.· <i>ἐκμῆναί τινα δωμάτων</i>, [[οδηγώ]] κάποιον μαινόμενο [[εκτός]] σπιτιού, σε Ευρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. βʹ <i>ἐκμέμηνα</i>, χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., <i>ἐκμῆναι πόθον</i>, [[ανάβω]], [[διεγείρω]] [[μέχρι]] μανίας την [[επιθυμία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐκμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξετρελαίνω]], [[οδηγώ]] κάποιον στην [[τρέλα]], σε Ευρ., Θεόκρ.· <i>ἐκμῆναί τινα δωμάτων</i>, [[οδηγώ]] κάποιον μαινόμενο [[εκτός]] σπιτιού, σε Ευρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. βʹ <i>ἐκμέμηνα</i>, χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., <i>ἐκμῆναι πόθον</i>, [[ανάβω]], [[διεγείρω]] [[μέχρι]] μανίας την [[επιθυμία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμαίνω:''' (fut. ἐκμανῶ, aor. ἐξέμηνα; aor. 2 pass. ἐξεμάνην) сводить с ума, приводить в неистовство ([[τέτρωρον]] ὄχον Eur.; [[ἐκείνη]] ἐξέμηνε τὸν ἄνθρωπον Luc.): ἐ. πόθον Soph. разжигать страсть; ἐ. τινὰ ἐπί τινι Arph. внушать кому-л. безумную страсть к кому-л.; ἐκμῆναί τινα δωμάτων Eur. выгнать кого-л., охваченного неистовством, из дому; pass. сходить с ума, неистовствовать (ἔς τινα Her.; [[ὑπό]] τινος Luc., Plut.): ὑπὸ τοῦ ἀκράτου ἐξεμάνησαν Luc. от вина они впали в буйство; перен. быть охваченным страстью (τινα Anacr. и περί τινα Plut.).
}}
}}