Anonymous

ἐκστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στρέφω]] προς τα έξω, [[ξεριζώνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[στρέφω]] τα [[εντός]] έξω, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μεταβάλλω]] εντελώς, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στρέφω]] προς τα έξω, [[ξεριζώνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[στρέφω]] τα [[εντός]] έξω, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μεταβάλλω]] εντελώς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκστρέφω:''' <b class="num">1)</b> выворачивать, выдергивать ([[δένδρον]] βόθρου Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выворачивать наружу (τὰ βλέφαρα Arph.): τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι Arst. ходить, выворачивая ноги в стороны;<br /><b class="num">3)</b> перен. выворачивать наизнанку, совершенно изменять, извращать (τοὺς τρόπους Arph.).
}}
}}