Anonymous

ἐκκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, εμφανίζομαι, [[ξεπροβάλλω]] από ένα [[μέρος]], [[ξετρυπώνω]], με γεν., σε Βάβρ.
|lsmtext='''ἐκκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, εμφανίζομαι, [[ξεπροβάλλω]] από ένα [[μέρος]], [[ξετρυπώνω]], με γεν., σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκύπτω:''' выглядывать, высовываться (τινός Babr.): ἐκκύψασαν [[ἁλῶναι]] Arph. быть застигнутой при выглядывании (из окна); [[πόθεν]] ἐξέκυψας; Arph. откуда ты взялся?
}}
}}