Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i> (<i>ἐν</i>), [[φωτίζω]] εσωτερικά, [[λαμπρύνω]]· μεταφ. στη Μέσ., διακρίνομαι, [[υπερέχω]], δοξάζομαι σε ή με [[κάτι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐλλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i> (<i>ἐν</i>), [[φωτίζω]] εσωτερικά, [[λαμπρύνω]]· μεταφ. στη Μέσ., διακρίνομαι, [[υπερέχω]], δοξάζομαι σε ή με [[κάτι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλλάμπω:''' <b class="num">1)</b> начинать блистать (ἐν τοῖς ὄμμασί τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. Her. = [[ἐλλαμπρύνομαι]].
}}
}}