ἐλλάμπω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
A shine, Σείριος.. ὀξὺς ἐ. Archil.61: c. dat., shine upon, irradiate, τῇ ψυχῇ Ph.1.273; πᾶσιν Procl.Inst.23; εἰς ψυχήν Hierocl. in CA10p.433M.; εἰς τὴν οἰκείαν ἕδραν Jul.Or.4.134b; shine or be reflected in, ἐν τοῖς ὄμμασι τῶν πλησίον Plu.2.4od: c. dat., Iamb.Myst. 2.3, al.
II trans., illuminate, ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Plot. 2.9.2, cf. Procl.in Ti.2.285 D., al.; ὅταν [ἡ ψυχὴ] οἷον ἐλλάμψῃ πρὸς ἑαυτήν Plot.6.4.16:—metaph. in Med., distinguish oneself, gain glory in or with, [τῷ ἱππικῷ] ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Hdt.1.80; τῇσι νηυσί Id.8.74.
2 cause to shine upon, καλλονὴν ἑκάστῳ Them.Or.4.52b; cause to shine, ἡ τῶν θεῶν παρουσία τὸ φῶς ἐ. Iamb.Myst.2.6.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνλ- Gloss.2.299
I intr.
1 irradiar, incidir con sus rayos, resplandecer πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καταυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων a muchos de ellos los desecará Sirio con su ardiente irradiación e.e., al llegar la canícula, Archil.168.2, ἴσον πανταχόθεν πρὸς τὸ χεῖλος ἐλλάμπων el sol, Aristid.Or.36.59 (v.l.), cf. Gloss.l.c.
2 reflejarse, mostrarse como imagen brillante c. ἐν y dat. o dat. solo ἐν τοῖς ὄμμασι τῶν πλησίον ἐλλάμποντα τὰ ἑαυτῶν ὁρῶμεν vemos nuestros ojos reflejados en los de quienes están junto a nosotros Plu.2.40d, predic. (φάσματα) τὰ μὲν τῶν θεῶν χρηστὰ τῇ ὄψει ἐλλάμψει las apariciones de los dioses se mostrarán como benéficas imágenes brillantes Iambl.Myst.2.3.
3 fig. brillar, mostrar su esclarecimiento c. ἐν y dat. ἐν τοῖς τέκνοις γὰρ ἁρετὴ τῶν εὐγενῶν ἐνέλαμψε E.Fr.232 (cj.)
•en v. med. distinguirse c. dat. instrum. τὸ ἱππικόν, τῷ δή τι καὶ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι ὁ Λυδός en la batalla, Hdt.1.80, τῇσι νηυσί Hdt.8.74
•resplandecer, proyectar su brillo intelectual o místicamente, c. dat. loc. ἕως ... ἐλλάμπουσι τῇ ψυχῇ καθαραὶ φρονήσεως αὐγαί Ph.1.273, αἱ δὲ τῶν δαιμόνων ... τοῖς δυναμένοις <ἰδεῖν> ἐλλάμπουσιν Plu.2.589b, τὸ δὲ πᾶσιν ὡσαύτως παρόν, ἵνα πᾶσιν ἐλλάμψῃ Procl.Inst.23, cf. in Ti.2.285.13, τοῖς ... δευτέροις de un grado angélico, Dion.Ar.CH 13.3 (p.48), σοι Origenes Hom.6.1 in Ier., cf. Procl.Inst.165, c. πρός o εἰς y ac. ὅταν δ' αὐτὴ (ἡ ψυχή) οἷον ἐλλάμψῃ πρὸς ἑαυτήν Plot.6.4.16, ἐλλάμπει γὰρ εἴς τι τῶν τοῦ κόσμου μερῶν Procl.Inst.165.
II tr.
1 hacer brillar, iluminar en v. pas. τὸ δὲ ἀντικρὺ (μέρος) ἐλλάμπεται la zona opuesta es iluminada por el sol, Cleom.1.5.82, οἱ δέ φασιν ὑπὸ ἡλίου μὲν ἐλλάμπεσθαι αὐτήν la luna, Cleom.2.4.18, cf. 6.17.
2 fig. irradiar νοῦς ἐλλάμπει τὰς ἑαυτοῦ δόσεις Procl.Inst.57, καλλονὴν ἑκάστῳ Them.Or.4.52b, en v. pas. αἱ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἑνώσεις ἐλλαμπόμεναι Procl.Inst.63, cf. 141, ἡ τῶν θείων δυνάμεων ἰδιότης ἄνωθεν ἐλλαμπομένη Procl.Inst.145, cf. Hsch.H.Hom.7.8.37, c. indicación de direcc. αἱ ἀρεταὶ ἀπὸ νοῦ εἰς ψυχὴν λογικὴν ἐλλάμπονται Hierocl.in CA 10.4, (νοῦ ἐνέργεια) εἰς τὴν οἰκείαν ἕδραν ἐλλαμπομένη Iul.Or.11.134b
•intelectual o místicamente hacer brillar, esclarecer, ilustrar (παρουσία) τὸ φῶς ἐλλάμπει (la presencia) de la divinidad hace brillar la luz Iambl.Myst.2.6
•proyectar su luz sobre, en, iluminar τὴν ἐγκόσμιον ψυχήν Procl.Inst.166, c. inf. ἀνυμνήσει θεὸν τὸν ταῦτα ἡμῖν νομοθετῆσαι καλῶς ... ἐλλάμψαντα Iust.Nou.69.4, en v. pas. ὥσπερ ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται del Alma universal, Plot.2.9.2, νοητῶς ... ἔνδοθεν ἐλλαμπομένων αὐτῶν ἐν αὐγῇ καθαρᾷ Dion.Ar.EH 67.3.
German (Pape)
[Seite 800] darin, darauf leuchten, scheinen, vom Sirius, Archil. frg. 32; Plut. de audit. 5. – Med., sich in Etwas auszeichnen, hervorthun, Her. 1, 80. 8, 74.
French (Bailly abrégé)
briller ou réfléchir dans, τινι;
Moy. ἐλλάμπομαι se distinguer, s'illustrer : τινι en qch.
Étymologie: ἐν, λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλάμπω:
1 начинать блистать (ἐν τοῖς ὄμμασί τινος Plut.);
2 med. Her. = ἐλλαμπρύνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλάμπω: μέλλ. -ψω, λάμπω ἐπάνω εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· λάμπω ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74.
Greek Monolingual
ἐλλάμπω (AM)
φωτίζω, εμπνέω
αρχ.
1. λάμπω ζωηρά
2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι
3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.
Greek Monotonic
ἐλλάμπω: μέλ. -ψω (ἐν), φωτίζω εσωτερικά, λαμπρύνω· μεταφ. στη Μέσ., διακρίνομαι, υπερέχω, δοξάζομαι σε ή με κάτι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ἐλ-λάμψω [ἐν]
to shine upon, to illuminate:— metaph. in Mid. to distinguish oneself, gain glory in or with a thing, Hdt.