3,253,652
edits
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐλαύνω]] тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.). | |||
}} | }} |