3,251,689
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμμηνος:''' -ον (ἐν, [[μήν]]), αυτός που διαρκεί ένα [[μήνα]], αυτός που τελειώνει ή πληρώνεται [[κάθε]] [[μήνα]], ο [[μηνιαίος]], σε Σοφ., Θεόκρ. | |lsmtext='''ἔμμηνος:''' -ον (ἐν, [[μήν]]), αυτός που διαρκεί ένα [[μήνα]], αυτός που τελειώνει ή πληρώνεται [[κάθε]] [[μήνα]], ο [[μηνιαίος]], σε Σοφ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμμηνος:''' <b class="num">1)</b> месячный ([[περίοδος]] Plat.; [[ἁρμαλιά]] Theocr.; [[σιτηρέσιον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> требующий месячного срока ([[ἔργον]] Plat.): δίκαι ἔμμηνοι Dem. судебные дела, подлежавшие разбору в месячный срок;<br /><b class="num">3)</b> ежемесячный ([[ἱερά]] Soph., Plat.; [[κάθαρσις]] Plut.). | |||
}} | }} |