ἔμμηνος
English (LSJ)
ἔμμηνον, (μήν)
A lasting a month, ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδίδωτι, of the moon, Ti.Locr.96d; περίοδος, of women, Plu.2.495e; ἔργον Pl.Lg.956a.
II done or paid every month, monthly, ἱερά S.El. 281, Pl.Lg.828c; σιτηρέσιον Plu.Caes.8; ἁρμαλιήν Theoc.16.35.
2 in Law, ἔ. δίκαι suits in which judgement must be given within thirty days, D.37.2, Arist.Ath.52.2; εἰσάγειν ἔμμηνα ib.3.
3 ἔμμηνα, τὰ = the menses of women, Dsc.3.36,al.: sg., Sor.1.19.
III neut. ἔμμηνα as adverb, in the course of a month, IG12.65.47.
Spanish (DGE)
-ον
1 mensual, que dura un mes ἔργον Pl.Lg.956a, ἁ μὲν σελάνα ... ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδίδωτι Ti.Locr.96d
•de pers. que presta servicio durante un mes στρατηγός SEG 33.1039.77 (Cime II a.C.).
2 jur. que tiene un mes de plazo ἔμμηνοι δίκαι procesos que han de ser resueltos en el plazo de un mes D.37.2, ἄνδρες οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας Arist.Ath.52.2, cf. 3
•neutr. plu. c. valor adv. ἔμμηνα en el plazo de un mes εἰσάγειν IG 13.68.48 (V a.C.).
3 mensual, que se repite cada mes ἱερά S.El.281, Pl.Lg.828c, δικαστήρια SEG 17.415.4 (Tasos IV a.C.), ἁρμαλιή Theoc.16.35, ἐν ταῖς θυσίαις ταῖς τε ἐμμήνοις καὶ ταῖς κατὰ ἐνιαυτόν TAM 5.1539.55 (Filadelfia II/I a.C.), ἔμμηνοι γενέθλιοι ἡμέραι conmemoraciones mensuales del nacimiento, IKomm.Kult.A 70 (Arsameia del Ninfeo I a.C.), σιτηρέσιον Plu.Caes.8, en uso pred. ἔμμηνον ἀποδιδόναι (τὸ ὀψώνιον) PSI 538.6 (III a.C.)
•neutr. plu. con valor adv. ἔμμηνα en entregas mensuales, correspondientes a un mes τὸν δὲ ... φόρον ἀποδότωσαν οἱ μεμισθωμένοι ... κατὰ μῆνα ἔμμηνα τὸ αἱροῦν PMich.312.26 (I d.C.), cf. PRyl.167.26 (I d.C.), διορθώσασθαι ἔνμηνα κατὰ τριακάδα BGU 1647.10 (II d.C.).
4 medic. menstrual αἷμα I.BI 7.181, περίοδοι Plu.2.495d, κάθαρσις S.E.M.5.62
•subst. τὰ ἔμμηνα = menstruación, menstruo Dsc.3.36.2, 5.54, Crit.Hist. en Gal.13.874, Asclep.Iun. en Gal.13.159, Gal.10.893, Aët.1.128, tb. sg. τὸ ἔ. Sor.1.6.2.
German (Pape)
[Seite 808] im Monat, a) einen Monat dauernd, einen Monat lang; περίοδος (σελήνης) Tim. Locr. 96 d; ἔργον Plat. Legg. XII, 956 a. – b) monatlich, jeden Monat geschehend; ἱερά Plat. Legg. VIII, 828 c, wie Soph. El. 273; σιτηρέσιον Plut. Caes. 8; ἁρμαλιή Theocr. 16, 35; δίκαι Dem. 33, 23; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 54; – κάθαρσις, = ἐμμήνια, Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui revient tous les mois.
Étymologie: ἐν, μήν².
Russian (Dvoretsky)
ἔμμηνος:
1 месячный (περίοδος Plat.; ἁρμαλιά Theocr.; σιτηρέσιον Plut.);
2 требующий месячного срока (ἔργον Plat.): δίκαι ἔμμηνοι Dem. судебные дела, подлежавшие разбору в месячный срок;
3 ежемесячный (ἱερά Soph., Plat.; κάθαρσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμηνος: -ον, (μὴν) ἐντὸς μηνός, διαρκῶν ἕνα μῆνα, μηνιαῖος, ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδιδόναι, ἐπὶ τῆς Σελήνης, Τίμ. Λοκρ. 96D· ἔργον Πλάτ. Νόμ. 956Α. ΙΙ. ὁ γιγνόμενος, τελούμενος ἢ ἀποτινόμενος κατὰ μῆνα, μηνιαῖος, ἱερὰ Σοφ. Ἠλ. 281, Πλάτ. Νόμ. 828C· σιτηρέσιον Πλουτ. Καῖσ. 8· ἁρμαλιὰ (ὃ ἴδε) Θεόκρ. 16. 35. 2) ἐμμ. δίκαι, ἦσαν δίκαι τινές, καθ’ ἃς ἡ ἀπόφασις ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῇ ἐντὸς 30 ἡμερῶν: αὗται δὲ ἦσαν δίκαι προικός, ἐρανικαί, ἐμπορικαὶ Πολυδ. H΄, 101, πρβλ. Δημ. 966. 18. Κατὰ τὸν Βοίκχιον καὶ αἱ περὶ μετάλλων δίκαι ἦσαν ἔμμηνοι, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. δὲν μνημονεύει αὐτάς, ἐν ᾧ ἀναφέρει πολλὰς ἄλλας ἃς παραλείπει ὁ Πολυδ., ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 11 κἑξ., ἔκδ. Blass. 3) τὰ ἔμμηνα, ὡς καὶ νῦν, δηλ. τῶν γυναικῶν περιοδικὴ ῥύσις, Διοσκ. 3. 36 κ. ἀλλ. β) τὰ δικαζόμενα ἐμμήνως, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμηνος, -ον)
1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο του μηνός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα
α) η εμμηνορρυσία
β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία
αρχ.
1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» — δίκες για τις οποίες η απόφαση έπρεπε να εκδοθεί εντός τριάντα ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το ἔμμηνα
οι δίκες που εκδικάζονταν κατά τη διάρκεια του μηνός
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔμμηνα
σε χρονική περίοδο ενός μηνός.
Greek Monotonic
ἔμμηνος: -ον (ἐν, μήν), αυτός που διαρκεί ένα μήνα, αυτός που τελειώνει ή πληρώνεται κάθε μήνα, ο μηνιαίος, σε Σοφ., Θεόκρ.
Middle Liddell
ἔμ-μηνος, ον [ἐν, μήν]
in a month, done or paid every month, monthly, Soph., Theocr.