ἐμπιστεύω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>), [[εμπιστεύομαι]], <i>τινί τι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον, <i>τι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐμπιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>), [[εμπιστεύομαι]], <i>τινί τι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον, <i>τι</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπιστεύω:''' доверять, вверять (τινί τι Diod., Plut.): ἐμπιστευθεὶς τὴν [[ἀρχήν]] τινος ἔκ τινος Luc. облеченный кем-л. властью над чем-л.
}}
}}