Anonymous

ἐμπρίω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>ἐν</i>), [[πριονίζω]], [[τρίζω]] τα δόντια, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐμπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>ἐν</i>), [[πριονίζω]], [[τρίζω]] τα δόντια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπρίω:''' (ῑ) вонзаться (словно) пилой: ἐμπρῖσαί τι τοῖς ὀδοῦσι Diod. впиться зубами во что-л.; τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς Diod. стиснув зубы.
}}
}}