ἐμπρίω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρίω Medium diacritics: ἐμπρίω Low diacritics: εμπρίω Capitals: ΕΜΠΡΙΩ
Transliteration A: empríō Transliteration B: empriō Transliteration C: emprio Beta Code: e)mpri/w

English (LSJ)

[ῑ], Ep. ἐνιπ-,
A saw into, ὀστέον, vulg. for ἐκ-, Hp.VC21; τὸ οὖς ἐνέπρῑσε τοῖς ὀδοῦσι bit deep into it, D.S.10.17.
II gnash together, ὀδόντας ἐμπεπρικώς having the teeth fixed in a bite, Id.17.92, v.l. in Luc.Somn.14; ἐ. γένυν Χαλινοῖς Opp.H.5.186, cf. C.2.261.
III intr., bite, be pungent, σίνηπυν, ὀνόγυρον, etc., Nic.Al.533 (dub. l.), Th.71, al.
2 ἐμπρίων σφυγμός saw-like, hard pulse, Gal.8.474, Alex.Trall.6.1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἐνιπ- Opp.C.2.261
I tr.
1 morder, clavar los dientes en, dentellear c. ac. de la parte mordida περιχανὼν τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι D.S.10.18, μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσιν (las serpientes) clavan sus dientes en la frente del ciervo, Opp.C.2.261
abs. γόμφοισιν ἐμπρίων rechinando los dientes, dentellando Tim.15.69.
2 clavar, apretar c. ac. de los dientes ὁ δὲ κύων ... τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικὼς ἔμενεν D.S.17.92, (ἵππος) γένυν ... χαλινοῖς ἐμπρίει Opp.H.5.186.
II intr.
1 picar, ser acre sólo en part. ἐμπρίων acre, picante σίνηπυ Nic.Al.533, ὀνόγυρος Nic.Th.71.
2 serrar sólo en part. ἐμπρίων σφυγμός pulso de sierra, que recuerda el funcionamiento de la sierra propio de la pleuritis φλεγμονῆς σφυγμὸς ὁ μὲν κοινὸς ἁπάσης οἷον ἐμπρίων ἐστίν Gal.8.474, cf. Aët.8.76, Alex.Trall.2.229.11, Anecd.Erm.63.

German (Pape)

[Seite 817] (s. πρίω), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Übertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 entamer avec la scie, scier;
2 p. ext. entamer comme avec une scie, mordre profondément;
II. intr. avoir une saveur mordante ou piquante.
Étymologie: ἐν, πρίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπρίω: (ῑ) вонзаться (словно) пилой: ἐμπρῖσαί τι τοῖς ὀδοῦσι Diod. впиться зубами во что-л.; τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς Diod. стиснув зубы.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρίω: ῑ: μέλλ. -ίσω, πριονίζω ἔν τινι, ὀστέον Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. σφίγγω, τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· τρίζω, καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτως, ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι δριμύς, καυστικὸς τὴν γεῦσιν, καίω, ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε.

Greek Monolingual

ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α)
1. πριονίζω μέσα
2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά
3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια
4. τρίζω
5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω.

Greek Monotonic

ἐμπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω (ἐν), πριονίζω, τρίζω τα δόντια, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ίσω [ἐν]
to saw into, to gnash the teeth together, Luc.