Anonymous

ἔκροος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκροος:''' συνηρ. -[[ρους]], ὁ ([[ἐκρέω]]), [[εκροή]], [[εκβολή]], [[διαρροή]], [[στόμιο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἔκροος:''' συνηρ. -[[ρους]], ὁ ([[ἐκρέω]]), [[εκροή]], [[εκβολή]], [[διαρροή]], [[στόμιο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκροος:''' стяж. [[ἔκρους]] ὁ проток, выход (для воды), устье (ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; [[λίμνη]] οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.).
}}
}}