ἔκροος
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
contr. ἔκρους, ὁ,
A outflow, issue, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, of rivers, Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2(pl.).
2 κατ' ἔκροον = by excretion, Hp.Epid.2.1.7.
II outlet, Arist.Mete.351a10; means of escape, Hp.Virg.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. -ους IOropos 293.2 (IV a.C.)
1 salida, desembocadura οἱ μὲν (ποταμοί) ... ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2, del mar Caspio, Arist.Mete.351a10, del lago Averno, D.S.4.22, del Mar del Norte, D.S.5.21, del Bósforo, Str.1.3.12
•salida, desagüe de los canalones de los tejados, Arist.Ath.50.2, de la sangre, Hp.Virg.1.
2 derrame, flujo, excreción Hp.Epid.2.1.7.
3 canal, conducto de desagüe, IOropos l.c.
German (Pape)
[Seite 778] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
v. ἔκρους.
Russian (Dvoretsky)
ἔκροος: стяж. ἔκρους ὁ проток, выход (для воды), устье (ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκροος: συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, ἐκροή, ἐκβολή, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. μέρος πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, διέξοδος, οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ λίμνη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.
Greek Monotonic
ἔκροος: συνηρ. -ρους, ὁ (ἐκρέω), εκροή, εκβολή, διαρροή, στόμιο, σε Ηρόδ.