Anonymous

ἐναντιόομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐναντιόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠναντιώθην</i>, παρακ. <i>ἠναντίωμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Αποθ., [[εναντιώνομαι]], αντιτάσσομαι, [[αντιτίθεμαι]], αντισκέκομαι, [[ανθίσταμαι]], [[αποκρούω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν</i>, δεν θα αρνηθώ να μιλήσω, δεν θα αντισταθώ στο να πω, σε Αισχύλ.· <i>τοῦτό μοι ἐναντιοῦται πράττειν</i>, αυτό με εμποδίζει, με αποτρέπει απ' το να ενεργήσω, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντιλέγω]], [[αντικρούω]], [[προβάλλω]] αντιρρήσεις, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τον άνεμο, είμαι [[αντίθετος]], [[πνέω]] αντίθετα, σε Σοφ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐναντιόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠναντιώθην</i>, παρακ. <i>ἠναντίωμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Αποθ., [[εναντιώνομαι]], αντιτάσσομαι, [[αντιτίθεμαι]], αντισκέκομαι, [[ανθίσταμαι]], [[αποκρούω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν</i>, δεν θα αρνηθώ να μιλήσω, δεν θα αντισταθώ στο να πω, σε Αισχύλ.· <i>τοῦτό μοι ἐναντιοῦται πράττειν</i>, αυτό με εμποδίζει, με αποτρέπει απ' το να ενεργήσω, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντιλέγω]], [[αντικρούω]], [[προβάλλω]] αντιρρήσεις, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τον άνεμο, είμαι [[αντίθετος]], [[πνέω]] αντίθετα, σε Σοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναντιόομαι:''' (pf. ἠναντιούμην, fut. ἐναντιώσομαι, aor. ἠναντιώθην, pf. ἠναντίωμαι и ἐνηντίωμαι; fut. med.-pass. ἐναντιωθήσομαι) противиться, противодействовать, сопротивляться (τινι Soph., Her., Thuc., Plat., πρός τι Plat., Polyb., Plut. и πρός τινα Plut.): ἐ. τινί τινος Thuc. и τινί τι Thuc., Arph. бороться с кем-л. из-за чего-л.; ἐ. περί или [[ὑπέρ]] τινος Lys. выступать в защиту чего-л.; οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν [[πᾶν]] [[ὅσον]] προσχρῄζετε Aesch. я не против того, чтобы рассказать вам все, что вы хотите; πνεῦμ᾽ ἐναντιούμενον Soph. встречный ветер; τὰ πάντα ἠναντιοῦτο [[αὐτῷ]] Thuc. все обстоятельства сложились против него.
}}
}}