Anonymous

ἐνάπτω: Difference between revisions

From LSJ
1,288 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] πάνω ή σε κάποιον, [[προσδένω]], σε Ευρ. — Παθ. παρακ. [[ἔνημμαι]], λέγεται για πρόσωπα, φορώ, περιβάλλομαι με [[κάτι]], με αιτ. <i>λεοντέας ἐναμμένοι</i> (Ιων. αντί <i>ἐνημμ-</i>), σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάβω]], [[πυρπολώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] πάνω ή σε κάποιον, [[προσδένω]], σε Ευρ. — Παθ. παρακ. [[ἔνημμαι]], λέγεται για πρόσωπα, φορώ, περιβάλλομαι με [[κάτι]], με αιτ. <i>λεοντέας ἐναμμένοι</i> (Ιων. αντί <i>ἐνημμ-</i>), σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάβω]], [[πυρπολώ]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνάπτω:''' <b class="num">I</b> (aor. ἐνῆψα, part. pf. pass. [[ἐνημμένος]], ион. [[ἐναμμένος]])<br /><b class="num">1)</b> привязывать, прикреплять, прилаживать (λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen.; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Polyb.; τινὰ σειραῖς καὶ καλωδίοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обматывать, окутывать (σπάργανά τινι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> med. надевать на себя, опоясываться (Αἰθίοπες λεοντέας ἐναμμένοι Her.; διφθέραν [[ἐνημμένος]] Arph. и ἐναψάμενος Luc.; νεβρίδα Plut.): τὴν φαρέτραν [[ἐνημμένος]] Plut. с колчаном на перевязи;<br /><b class="num">4)</b> затрагивать, рассматривать (τῆς αἰτίας Arst. - v. l. ἅπτομαι).<br /><b class="num">II</b> зажигать (ἡ [[σχίζα]] ἐνημμένη Arph.): ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι Lys. взять огня у соседей; τὴν ὄψιν ἐνάψαι ἔν τινι Plut. наделить кого-л. зрением.
}}
}}