Anonymous

ἐνεργέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πράττω]], [[επιχειρώ]], [[ενεργώ]], [[παράγω]], [[εκτελώ]], σε Αριστ.· ομοίως σε Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐνεργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πράττω]], [[επιχειρώ]], [[ενεργώ]], [[παράγω]], [[εκτελώ]], σε Αριστ.· ομοίως σε Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεργέω:''' <b class="num">1)</b> действовать, быть деятельным Arst., тж. med. NT;<br /><b class="num">2)</b> делать, совершать (πάντα κατὰ δύναμιν Polyb.): κατὰ τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐνηργεῖτο [[πόλεμος]] Polyb. в это самое время происходила война;<br /><b class="num">3)</b> Theocr. = [[βινέω]].
}}
}}