Anonymous

ἔνδειξις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδειξις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επισήμανση]], [[υπόδειξη]], ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[υποβολή]] καταγγελίας [[εναντίον]] κάποιου που αποκλείστηκε από δημόσια αξιώματα για τα οποία κρίθηκε από νομικής πλευράς [[ακατάλληλος]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[επίδειξη]] καλής θέλησης, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἔνδειξις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επισήμανση]], [[υπόδειξη]], ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, [[υποβολή]] καταγγελίας [[εναντίον]] κάποιου που αποκλείστηκε από δημόσια αξιώματα για τα οποία κρίθηκε από νομικής πλευράς [[ακατάλληλος]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[επίδειξη]] καλής θέλησης, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδειξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> показывание: κατὰ τὴν ἔνδειξιν ὑποδεικνύμενος Polyb. наглядно показанный;<br /><b class="num">2)</b> доказательство, довод (τὴν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> предание (суду), выдача (τινος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.);<br /><b class="num">4)</b> заискивание, угодничество (εἰς - v. l. πρός - τινα Aeschin.).
}}
}}