Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνράπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] [[κάτι]] μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τι εἴς τι</i>· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. — Παθ., ράβομαι μέσα σε, με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐνράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] [[κάτι]] μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τι εἴς τι</i>· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. — Παθ., ράβομαι μέσα σε, με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνράπτω:''' вшивать, зашивать (τινὰ и τι εἴς τι Diod., Plut., med. Her.; ἐνερράφη Διὸς μηρῷ, sc. [[Διόνυσος]] Eur.).
}}
}}