ἐνράπτω
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
sew up in, βυβλίον εἰς ἡνίαν χαλινοῦ Aen.Tact.31.9, Plu. Arat.25:—Med., Διόνυσον ἐνερράψατο ἐς τὸν μηρόν into his thigh, Hdt. 2.146, cf. IG14.1285, 1292:—Pass., ἐνράπτομαι to be sewed up in, ἐνερράφη Διὸς μηρῷ E.Ba.286; ἱμάντα ἐν ᾧ ἐπιστολὴ ἐνέρραπτο Aen.Tact.31.32; λίθοι ἐνερραμμένοι τῷ ἐσσῆνι J.AJ3.8.9.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐρρ- Hp.Art.37, D.S.5.52, Aristid.Or.41.3, Ael.NA 2.22, Afric.Cest.1.17.35
1 coser a c. ac. y giro prep. εἰς τὴν ἡνίαν τοῦ χαλινοῦ βυβλίον ἐνέρραψεν cosió un papiro a la brida del bocado del caballo Aen.Tact.31.9, en v. pas. ἱμάντα ἐν ᾧ ἐπιστολὴ ἐνέρραπτο Aen.Tact.31.32, ἐρραφέντα τούτοις ἀραιὰ στημόνια τῶν ἱματίων Ael.l.c., (λίθοι) οὓς κατὰ στέρνον ὁ ἀρχιερεὺς ἐνερραμμένους τῷ ἐσσῆνι φορεῖ de las piedras preciosas del pectoral del sumo sacerdote judío, I.AI 3.216.
2 encerrar en un saco o receptáculo y coserlo ἄχνην ... ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ... ἐν ... δέρματι ἐρράψαντα Hp.l.c., μικρὰς παραξιφίδας ἐνέρραψεν εἰς σάγματα Plu.Arat.25, en v. pas. ἡ κεφαλὴ ... ἐρραφεῖσα σκυτίδι Afric.l.c., como castigo πατροκτόνον εἰς ἀσκὸν ἐνράψας βόειον D.H.4.62, τὸν δὲ Λάανδρον ἐνράψαντες εἰς βύρσαν Plu.2.257d
•frec. de Dioniso nacido prematuro y encerrado en el muslo de Zeus cosido τὸν Διόνυσον ἐνράπτει εἰς τὸν μηρόν Tab.Il.10K.b.1.3, cf. D.S.l.c., c. dat. τὸ βρέφος ἐνέρραψε τῷ μηρῷ al niño encerró en su muslo, haciendo una sutura Apollod.3.4.3, cf. Iul.Or.7.220c, en v. pas. ἐνερράφη Διὸς μηρῷ E.Ba.286
•en v. med. Διόνυσον ... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς Hdt.2.146, cf. Aristid.l.c.
3 fig. remendar, recomponer en v. pas. τῆς γὰρ αἱρέσεως ἀποσχιζόμενοι τῇ εὐσεβείᾳ ... ἐνραπτόμεθα separándonos de la herejía somos recompuestos por la piedad Gr.Nyss.Hom.in Eccl.408.20.
German (Pape)
[Seite 851] einnähen; εἰς τὸν μηρόν D. Sic. 5, 52; τῷ μηρῷ Apolld. 3, 4, 3; im med., Διόνυσον ἐνεῤῥάψατο εἰς τὸν μηρόν, in seine Hüfte, Her. 2, 146; pass., ἐνεῤῥάφη Διὸς μηρῷ Eur. Bacch. 286.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. ἐνερράφην;
coudre dans;
Moy. ἐνράπτομαι coudre sur soi : ἐς τὸν μηρόν HDT dans sa propre cuisse.
Étymologie: ἐν, ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνράπτω: вшивать, зашивать (τινὰ и τι εἴς τι Diod., Plut., med. Her.; ἐνερράφη Διὸς μηρῷ, sc. Διόνυσος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω τι ἐντός τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ οὕτως, ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν ἑαυτοῦ μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι ἐντός, ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286.
Greek Monolingual
ἐνράπτω (Α) ράπτω
ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.
Greek Monotonic
ἐνράπτω: μέλ. -ψω, ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, τι εἴς τι· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. — Παθ., ράβομαι μέσα σε, με δοτ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ψω
to sew up in, τι εἴς τι; so Mid., Hdt.: —Pass. to be sewed up in, c. dat., Eur.