Anonymous

ἐντυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέτῠχον</i>, παρακ. <i>ἐντετύχηκα</i>, μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἐντευχθείς</i>, με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκοντάφτω]] πάνω, [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναντώ]], συναντιέμαι με κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., <i>ὁἐντυχών</i>, ο [[πρώτος]] που μας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο [[πρόσωπο]], σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, [[πλήττω]], [[πέφτω]] πάνω σε, [[χτυπώ]], με δοτ., σε Ξεν.· ομοίως λέγεται και για δυστυχήματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], όπως το [[τυγχάνω]], με γεν., <i>λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες</i>, βρίσκοντας τη [[γέφυρα]] διαλυμένη, σε Ηρόδ.· <i>ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν</i>, συναντώντας τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συναναστρέφομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεσολαβώ]], [[μεσιτεύω]], [[παρεμβαίνω]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· με απαρ., [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βιβλία, [[συναντώ]] (δηλ. τυχαίνει να έρθουν στα χέρια μου), σε Πλάτ.· απ' όπου, [[διαβάζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέτῠχον</i>, παρακ. <i>ἐντετύχηκα</i>, μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἐντευχθείς</i>, με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκοντάφτω]] πάνω, [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναντώ]], συναντιέμαι με κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., <i>ὁἐντυχών</i>, ο [[πρώτος]] που μας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο [[πρόσωπο]], σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, [[πλήττω]], [[πέφτω]] πάνω σε, [[χτυπώ]], με δοτ., σε Ξεν.· ομοίως λέγεται και για δυστυχήματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], όπως το [[τυγχάνω]], με γεν., <i>λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες</i>, βρίσκοντας τη [[γέφυρα]] διαλυμένη, σε Ηρόδ.· <i>ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν</i>, συναντώντας τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συναναστρέφομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεσολαβώ]], [[μεσιτεύω]], [[παρεμβαίνω]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· με απαρ., [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βιβλία, [[συναντώ]] (δηλ. τυχαίνει να έρθουν στα χέρια μου), σε Πλάτ.· απ' όπου, [[διαβάζω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντυγχάνω:''' (fut. ἐντεύξομαι, aor. 2 [[ἐνέτυχον]], pf. ἐντετυχηκα; aor. pass. ἐνετύχθην)<br /><b class="num">1)</b> (случайно) встречаться, сталкиваться, наталкиваться (τινί Trag., Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., редко τινός Soph., Her.): ὁ ἐντυχών Thuc., Isocr., Isae. или ὁ ἐντυγχάνων Plat. первый встречный; ὁ ἐντυχὼν [[ὑμῶν]] Dem. любой из вас; τοῖς κακοῖς ἐ. Soph. попадать в беду; [[οἷς]] ἂν ἐντύχῃ [[κεραυνός]] Xen. во что молния ни попадет; τινὶ [[ἐνέτυχον]] βιβλίῳ Plat. мне попалась одна книга; λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες Her. найдя мост разобранным;<br /><b class="num">2)</b> встречать, общаться или беседовать: πολλὰ ἐντετύχηκα τῷ [[ἀνδρί]] Plat. мне часто приходилось бывать в его обществе; κατ᾽ ὄψιν или δι᾽ ὄψεως ἐ. τινί Plut. лично общаться с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> вступать в связь, иметь сношения (τῇ γυναικί Plut.);<br /><b class="num">4)</b> обращаться (с просьбой), просить (τινὶ περί τινος Polyb., Plut.; τινὶ [[ὑπέρ]] τινος, ποιεῖν τι и [[ὅπως]] … Plut.): ἐντευχθεὶς [[ὑπέρ]] τινος Plut. спрошенный о чем-л.;<br /><b class="num">5)</b> читать: ἐντυχὼν τὴν γνώμην διετέθην … Luc. прочитав, я пришел к заключению …; τοῖς Πολέμωνος ἐ. Plut. читать сочинение Полемона; οἱ ἐντυγχάνοντες Polyb. читатели.
}}
}}