Anonymous

ἐντυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντυγχάνω]] (AM)<br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[κατά]] [[τύχη]] [[συναντώ]], [[απαντώ]], [[βρίσκω]] κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» — συναντώντας ο [[ένας]] τον [[άλλο]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κείμενα]], βιβλία, επιστολές <b>κ.λπ.</b>) [[παίρνω]] [[κατά]] [[τύχη]] στα χέρια μου, (και [[επομένως]]) [[διαβάζω]], [[μελετώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. και μέλλ. ως ουσ.) α) <i>οἱ ἐντυγχάνοντες</i><br />οι αναγνώστες<br />β) <i>τοῑς ἐντευξομένοις</i><br />[[προς]] τους αναγνώστες (ως [[επικεφαλίδα]] προλόγου ή εισαγωγής βιβλίων παλαιότερα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]], «[[πέφτω]] [[πάνω]]» σε [[κάτι]] («ἐνετύγχανον τάφροις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐντυγχάνει</i><br />τυχαίνει να [[είναι]]<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συνέντευξη]] ή [[ακρόαση]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]], [[συζητώ]], [[συνομιλώ]] («[[ὁπότε]] ἐντύχοιμι Παλαμήδει» — [[οσάκις]] συνομιλήσω με τον Παλαμήδη, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], συνουσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[προσέρχομαι]] ικετευτικά, [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] («ἐνέτυχον τῷ βασιλεῑ αἰτούμενοι» — προσήλθαν ικετευτικά στον [[βασιλέα]] ζητώντας, ΠΔ)<br /><b>6.</b> (για κεραυνό) [[ενσκήπτω]], [[χτυπώ]] («οἷς ἄν ἐντύχῃ πάντων, κρατεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> καλούμαι να δώσω [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>8.</b> «[[ἐντυγχάνω]] [[κατά]] τινος» — [[κατηγορώ]] κάποιον<br /><b>9.</b> (οι μτχ. ενεστ., μέλλ., αορ. ως ουσ.) α) <i>ὁ ἐντυγχάνων</i><br />i. ο ικετεύων, ο [[ικέτης]]<br />ii. <i>οἱ ἐντυγχάνοντες</i><br />οι αναγνώστες<br />β) <i>οἱ ἐντευξόμενοι</i><br />οι μελλοντικοί αναγνώστες, όσοι πρόκειται να διαβάσουν το [[βιβλίο]]<br />γ) <i>ὁ ἐντυχών</i> και συν. στον πληθ. <i>οἱ ἐντυχόντες</i><br />οι [[κατά]] [[τύχη]] συναντώμενοι, οι πρώτοι τυχόντες.
|mltxt=[[ἐντυγχάνω]] (AM)<br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[κατά]] [[τύχη]] [[συναντώ]], [[απαντώ]], [[βρίσκω]] κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» — συναντώντας ο [[ένας]] τον [[άλλο]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κείμενα]], βιβλία, επιστολές <b>κ.λπ.</b>) [[παίρνω]] [[κατά]] [[τύχη]] στα χέρια μου, (και [[επομένως]]) [[διαβάζω]], [[μελετώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. και μέλλ. ως ουσ.) α) <i>οἱ ἐντυγχάνοντες</i><br />οι αναγνώστες<br />β) <i>τοῑς ἐντευξομένοις</i><br />[[προς]] τους αναγνώστες (ως [[επικεφαλίδα]] προλόγου ή εισαγωγής βιβλίων παλαιότερα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]], «[[πέφτω]] [[πάνω]]» σε [[κάτι]] («ἐνετύγχανον τάφροις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐντυγχάνει</i><br />τυχαίνει να [[είναι]]<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συνέντευξη]] ή [[ακρόαση]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]], [[συζητώ]], [[συνομιλώ]] («[[ὁπότε]] ἐντύχοιμι Παλαμήδει» — [[οσάκις]] συνομιλήσω με τον Παλαμήδη, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], συνουσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[προσέρχομαι]] ικετευτικά, [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] («ἐνέτυχον τῷ βασιλεῑ αἰτούμενοι» — προσήλθαν ικετευτικά στον [[βασιλέα]] ζητώντας, ΠΔ)<br /><b>6.</b> (για κεραυνό) [[ενσκήπτω]], [[χτυπώ]] («οἷς ἄν ἐντύχῃ πάντων, κρατεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> καλούμαι να δώσω [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>8.</b> «[[ἐντυγχάνω]] [[κατά]] τινος» — [[κατηγορώ]] κάποιον<br /><b>9.</b> (οι μτχ. ενεστ., μέλλ., αορ. ως ουσ.) α) <i>ὁ ἐντυγχάνων</i><br />i. ο ικετεύων, ο [[ικέτης]]<br />ii. <i>οἱ ἐντυγχάνοντες</i><br />οι αναγνώστες<br />β) <i>οἱ ἐντευξόμενοι</i><br />οι μελλοντικοί αναγνώστες, όσοι πρόκειται να διαβάσουν το [[βιβλίο]]<br />γ) <i>ὁ ἐντυχών</i> και συν. στον πληθ. <i>οἱ ἐντυχόντες</i><br />οι [[κατά]] [[τύχη]] συναντώμενοι, οι πρώτοι τυχόντες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέτῠχον</i>, παρακ. <i>ἐντετύχηκα</i>, μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἐντευχθείς</i>, με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκοντάφτω]] πάνω, [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναντώ]], συναντιέμαι με κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., <i>ὁἐντυχών</i>, ο [[πρώτος]] που μας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο [[πρόσωπο]], σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, [[πλήττω]], [[πέφτω]] πάνω σε, [[χτυπώ]], με δοτ., σε Ξεν.· ομοίως λέγεται και για δυστυχήματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], όπως το [[τυγχάνω]], με γεν., <i>λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες</i>, βρίσκοντας τη [[γέφυρα]] διαλυμένη, σε Ηρόδ.· <i>ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν</i>, συναντώντας τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συναναστρέφομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεσολαβώ]], [[μεσιτεύω]], [[παρεμβαίνω]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· με απαρ., [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βιβλία, [[συναντώ]] (δηλ. τυχαίνει να έρθουν στα χέρια μου), σε Πλάτ.· απ' όπου, [[διαβάζω]], σε Λουκ.
}}
}}