Anonymous

ἐξαιτέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαιτέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ,<br /><b class="num">I.</b> [[απαιτώ]] ή ζητώ από κάποιον, με [[διπλή]] αιτ., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ [[χάριν]], σε Σοφ.· <i>ἐξ. τινα πατρός</i>, την ζητά σε γάμο από τον [[πατέρα]], στον ίδ.· <i>ἐξ</i>, <i>τινα</i>, [[απαιτώ]] την [[παράδοση]] ενός ανθρώπου, σε Ηρόδ., Δημ.· <i>σμικρόν ἐξ</i>., αυτός που παρακαλεί για λίγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, [[απαιτώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης = <i>παραιτοῦμαι</i>, ζητώ ως [[χάρη]], [[κερδίζω]] τη [[συγνώμη]] κάποιου ή την [[άφεση]], Λατ. exorare, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., [[ικετεύω]] ώστε να αποκτήσω, να επιτύχω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., [[αποτρέπω]], [[αποκρούω]] με παρακάλια, μέσω ικεσίας ή παράκλησης, Λατ. deprecari, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξαιτέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ,<br /><b class="num">I.</b> [[απαιτώ]] ή ζητώ από κάποιον, με [[διπλή]] αιτ., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ [[χάριν]], σε Σοφ.· <i>ἐξ. τινα πατρός</i>, την ζητά σε γάμο από τον [[πατέρα]], στον ίδ.· <i>ἐξ</i>, <i>τινα</i>, [[απαιτώ]] την [[παράδοση]] ενός ανθρώπου, σε Ηρόδ., Δημ.· <i>σμικρόν ἐξ</i>., αυτός που παρακαλεί για λίγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, [[απαιτώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης = <i>παραιτοῦμαι</i>, ζητώ ως [[χάρη]], [[κερδίζω]] τη [[συγνώμη]] κάποιου ή την [[άφεση]], Λατ. exorare, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., [[ικετεύω]] ώστε να αποκτήσω, να επιτύχω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., [[αποτρέπω]], [[αποκρούω]] με παρακάλια, μέσω ικεσίας ή παράκλησης, Λατ. deprecari, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαιτέω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. просить, выпрашивать, испрашивать (τί τινα Soph., Eur., τι [[παρά]] τινος Lys., Isocr. и τινα ποιεῖν τι Soph., Eur.): ἐ. τινα πατρός Soph. просить у отца чьей-л. руки; ἐξαιτεῖσθαι [[ὑπέρ]] τινος Eur. просить за кого-л.; ἐξαιτεῖσθαι μὴ φεύγειν χθόνα Eur. просить не отправлять в изгнание;<br /><b class="num">2)</b> med. просить о прощении, заступаться (τὰ [[πρόσθε]] σφάλματα ἐ. Eur.): ἡ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτὸν ἀποπέμπει [[πάλιν]] … Xen. мать просьбами о прощении добилась того, что его вновь отослали …; ἐ. τινα Plut. просить о чьем-л. освобождении; ἐ. τὰς γραφάς τινος Aeschin. просить о прекращении судебных дел против кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> требовать: ἐ. τινα Her., Lys., Dem. требовать выдачи кого-л.; ἐ. τινα βασανίζειν Dem. требовать выдачи кого-л. для допроса с пристрастием.
}}
}}